- ανασκουμπωμένος
- η , ο1) засученный (о рукавах); 2) готовый (к чему-л.);
είμαι ανασκουμπωμένος γιά καυγά — быть готовым к ссоре
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
είμαι ανασκουμπωμένος γιά καυγά — быть готовым к ссоре
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναβρακάτος — η, ο 1. με ανασηκωμένα τα βρακιά, ανασκουμπωμένος, μαχητικός «κόκορας αναβρακάτος και σιδερομουστακάτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + βρακάτος] … Dictionary of Greek
ξεμανίκωτος — η, ο [ξεμανικώνω] 1. (για ένδυμα) αυτός που δεν έχει μανίκια («μπλούζα ξεμανίκωτη») 2. (για πρόσ.) αυτός που φορά ρούχα χωρίς μανίκια ή αυτός που έχει σηκωμένα τα μανίκια του, ανασκουμπωμένος … Dictionary of Greek
ανασκουμπώνομαι — ανασκουμπώνομαι, ανασκουμπώθηκα, ανασκουμπωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: ανασκουμπώνομαι : χρησιμοποιείται κυρίως η παθητική φωνή, με την έννοια → σηκώνω τα μανίκια μου για να δουλέψω ή γενικά ετοιμάζομαι να δουλέψω, να δράσω δυναμικά … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεμανίκωτος — η, ο αυτός που φορεί ρούχο χωρίς μανίκια ή έχει ανασηκωμένα τα μανίκια του, ανασκουμπωμένος, ξεμπράτσωτος: Το καλοκαίρι οι άνθρωποι γυρίζουν ξεμανίκωτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεμπράτσωτος — η, ο αυτός που έχει γυμνά τα μπράτσα, που φορεί ρούχο χωρίς μανίκια, ξεμανίκωτος, ανασκουμπωμένος: Μας ήρθε ξεμπράτσωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)